„φρουκτόζη“: θηλυκό φρουκτόζη [frukˈtozi]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fruchtzucker Fruchtzuckerαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρουκτόζη φρουκτόζη