„φρικιό“: ουδέτερο φρικιό [friˈkjjo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n οικείο | umgangssprachlichοικ Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Freak Freakαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρικιό φρικιό