φρικαρισμένος
[frikarizˈmenos], φρικαρισμένη, φρικαρισμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj οικείο | umgangssprachlichοικOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ausgeflipptφρικαρισμένοςφρικαρισμένος
Thank you for your feedback!