φρεσκοψημένος
[freskopsiˈmenos], φρεσκοψημένη, φρεσκοψημένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- ofenfrischφρεσκοψημένος ψωμί κτλφρεσκοψημένος ψωμί κτλ
Thank you for your feedback!