„φρεσκοπλυμένος“ φρεσκοπλυμένος [freskopliˈmenos], φρεσκοπλυμένη, φρεσκοπλυμένοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) frisch gewaschen frisch gewaschen φρεσκοπλυμένος φρεσκοπλυμένος