φρεσκάρω
[fresˈkaro]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t <-ισα; -ίστηκα; -ισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- erfrischenφρεσκάρω κάνω δροσερόφρεσκάρω κάνω δροσερό
- auffrischenφρεσκάρω ανανεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφρεσκάρω ανανεώνω μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
φρεσκάρω
[fresˈkaro]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-ισα; -ίστηκα; -ισμένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- kühl werdenφρεσκάρω καιρόςφρεσκάρω καιρός