„φρενοβλάβεια“: θηλυκό φρενοβλάβεια [frenoˈvlavia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Irrsinn Irrsinnαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρενοβλάβεια φρενοβλάβεια