„φραπέ“: ουδέτερο φραπέ [fraˈpe]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n, φραπές [fraˈpes] <-έδες>αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) eisgekühlter Kaffee eisgekühlter Kaffeeαρσενικό | Maskulinum, männlich m φραπέ φραπέ examples φραπέ με παγωτό Eiskaffeeαρσενικό | Maskulinum, männlich m φραπέ με παγωτό