„φρακτή“: θηλυκό φρακτή [frakˈti]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schott Schottαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρακτή ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ φρακτή ναυτικός όρος | Nautik, Schifffahrtναυτ