„φρένιασμα“: ουδέτερο φρένιασμα [ˈfreɲazma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Tobsuchtsanfall Tobsuchtsanfallαρσενικό | Maskulinum, männlich m φρένιασμα φρένιασμα