„φράντζα“: θηλυκό φράντζα [ˈfrandza]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Stirnfranse Stirnfranseθηλυκό | Femininum, weiblich f φράντζα φράντζα examples φράντζεςπληθυντικός | Plural pl Ponyαρσενικό | Maskulinum, männlich m φράντζεςπληθυντικός | Plural pl