„φουστανέλα“: θηλυκό φουστανέλα [fustaˈnela]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fustanella Fustanellaθηλυκό | Femininum, weiblich f φουστανέλα φουστανέλα