„φουσκονεριά“: θηλυκό φουσκονεριά [fuskoneˈrja]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Sturmflut Sturmflutθηλυκό | Femininum, weiblich f φουσκονεριά φουσκονεριά