φουντώνω
[funˈdono]αμετάβατο ρήμα | intransitives Verb v/i <-σα; -μένος>Overview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- wuchernφουντώνω φυτόφουντώνω φυτό
- auflodernφουντώνω φωτιάφουντώνω φωτιά
- aufbrausenφουντώνω εξάπτομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφουντώνω εξάπτομαι μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ
- heiß werdenφουντώνω ερεθίζομαι σεξουαλικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφφουντώνω ερεθίζομαι σεξουαλικά μεταφορικά | in übertragenem Sinnμτφ