„φορτώνομαι“: μεσοπαθητικό ρήμα φορτώνομαι [forˈtonome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mp Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) sich aufdrängen sich aufdrängen φορτώνομαι φορτώνομαι