φορτικός
[fortiˈkos], φορτική, φορτικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- aufdringlich, lästigφορτικόςφορτικός
examples
- γίνομαι φορτικόςsich aufdrängen (σε κάποιον jemandem)