„φοροδιαφεύγω“: μεταβατικό ρήμα φοροδιαφεύγω [foroðiaˈfevɣo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) hinterziehen hinterziehen φοροδιαφεύγω φοροδιαφεύγω