„φοροαπαλλαγή“: θηλυκό φοροαπαλλαγή [foroapalaˈji]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Steuerentlastung Steuerentlastungθηλυκό | Femininum, weiblich f φοροαπαλλαγή φοροαπαλλαγή