φονταμενταλισμός
[fondamendalizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Fundamentalismusαρσενικό | Maskulinum, männlich mφονταμενταλισμόςφονταμενταλισμός
Thank you for your feedback!