„φοβία“: θηλυκό φοβία [foˈvia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Phobie Phobieθηλυκό | Femininum, weiblich f φοβία ψυχολογία | Psychologieψυχολ φοβία ψυχολογία | Psychologieψυχολ