φοβέρισμα
[foˈverizma]ουδέτερο | Neutrum, sächlich nOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Einschüchterungθηλυκό | Femininum, weiblich fφοβέρισμα εκφοβισμόςφοβέρισμα εκφοβισμός
- Androhungθηλυκό | Femininum, weiblich fφοβέρισμα απειλήφοβέρισμα απειλή