„φοίνικας“: αρσενικό φοίνικας [ˈfinikas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Palme, Phönix Palmeθηλυκό | Femininum, weiblich f φοίνικας δέντρο φοίνικας δέντρο Phönixαρσενικό | Maskulinum, männlich m φοίνικας πουλί φοίνικας πουλί