„φλύαρος“: επίθετο, ως επίθετο φλύαρος [ˈfliaros]επίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj, φλύαρη, φλύαρο Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geschwätzig geschwätzig φλύαρος φλύαρος „φλύαρος“: αρσενικό και θηλυκό φλύαρος [ˈfliaros]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Schwätzer Schwätzerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f φλύαρος φλύαρος