φλογοκόπτης
[floɣoˈkoptis]αρσενικό | Maskulinum, männlich mOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Schneidbrennerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφλογοκόπτης τεχνική | Technikτεχνφλογοκόπτης τεχνική | Technikτεχν