φλεγμονή
[fleɣmoˈni]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Entzündungθηλυκό | Femininum, weiblich fφλεγμονή ιατρική | Medizinιατρφλεγμονή ιατρική | Medizinιατρ
examples
- φλεγμονή του οφθαλμούAugenentzündungθηλυκό | Femininum, weiblich f