„φλαουτίστας“: αρσενικό φλαουτίστας [flauˈtistas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flötenspieler Flötenspielerαρσενικό | Maskulinum, männlich m φλαουτίστας φλαουτίστας