„φλαμούρι“: ουδέτερο φλαμούρι [flaˈmuri]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Lindenblütentee Lindenblütenteeαρσενικό | Maskulinum, männlich m φλαμούρι φλαμούρι