„φλαμίνγκο“: ουδέτερο φλαμίνγκο [flaˈmiŋgo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Flamingo Flamingoαρσενικό | Maskulinum, männlich m φλαμίνγκο φλαμίνγκο