φλέβα
[ˈfleva]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Veneθηλυκό | Femininum, weiblich fφλέβα ανατομία | Anatomieανατ σε αντίθεση με την αρτηρίαφλέβα ανατομία | Anatomieανατ σε αντίθεση με την αρτηρία
- Aderθηλυκό | Femininum, weiblich fφλέβα χρυσού, νερούφλέβα χρυσού, νερού
- Aderθηλυκό | Femininum, weiblich fφλέβα κλίση, ταλέντοBegabungθηλυκό | Femininum, weiblich fφλέβα κλίση, ταλέντοTalentουδέτερο | Neutrum, sächlich nφλέβα κλίση, ταλέντοφλέβα κλίση, ταλέντο
examples
- φλέβα κοιτάσματος γεωλογία | GeologieγεωλFlözουδέτερο | Neutrum, sächlich n
- φλέβα πετρώματοςGesteinsaderθηλυκό | Femininum, weiblich f
- φλέβα χρυσούGoldaderθηλυκό | Femininum, weiblich f