„φιστίκι“: ουδέτερο φιστίκι [fisˈtikji]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pistazie Pistazieθηλυκό | Femininum, weiblich f φιστίκι φιστίκι examples αράπικο φιστίκι Erdnussθηλυκό | Femininum, weiblich f αράπικο φιστίκι