„φιλόμουσος“: αρσενικό φιλόμουσος [fiˈlomusos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Musikliebhaber Musikliebhaberαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιλόμουσος φιλόμουσος