„φιλόδοξος“ φιλόδοξος [fiˈloðoksos], φιλόδοξη, φιλόδοξοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) ehrgeizig ehrgeizig φιλόδοξος φιλόδοξος