„φιλοχρήματος“ φιλοχρήματος [filoˈxrimatos], φιλοχρήματη, φιλοχρήματοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geldgierig geldgierig φιλοχρήματος φιλοχρήματος