„φιλοτελιστής“: αρσενικό φιλοτελιστής [filotelisˈtis]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Philatelist Philatelistαρσενικό | Maskulinum, männlich m φιλοτελιστής φιλοτελιστής