„φιλοδώρημα“: ουδέτερο φιλοδώρημα [filoˈðorima]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Trinkgeld Trinkgeldουδέτερο | Neutrum, sächlich n φιλοδώρημα φιλοδώρημα