„φιλελευθεροποιώ“: μεταβατικό ρήμα φιλελευθεροποιώ [filelefθeropiˈo]μεταβατικό ρήμα | transitives Verb v/t Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) liberalisieren liberalisieren φιλελευθεροποιώ φιλελευθεροποιώ