φιλειρηνικός
[filiriniˈkos], φιλειρηνική, φιλειρηνικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adjOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- friedliebend, friedfertigφιλειρηνικόςφιλειρηνικός
examples
- φιλειρηνική πολιτικήθηλυκό | Femininum, weiblich fFriedenspolitikθηλυκό | Femininum, weiblich f