φιλαρμονική
[filarmoniˈkji]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- (Musik-)Kapelleθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλαρμονικήPhilharmonieθηλυκό | Femininum, weiblich fφιλαρμονικήphilharmonisches Orchesterουδέτερο | Neutrum, sächlich nφιλαρμονικήφιλαρμονική