„φιλαρέσκεια“: θηλυκό φιλαρέσκεια [filaˈreskjia]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Eitelkeit Eitelkeitθηλυκό | Femininum, weiblich f φιλαρέσκεια φιλαρέσκεια