„φιγουράτος“ φιγουράτος [fiɣuˈratos], φιγουράτη, φιγουράτοεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) effektvoll effektvoll φιγουράτος φιγουράτος