φθείρομαι
[ˈfθirome]μεσοπαθητικό ρήμα | mediopassives Verb v/mpOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- verschleißen, sich abnutzen.φθείρομαιφθείρομαι
examples
- φθειρόμενο μέροςουδέτερο | Neutrum, sächlich nVerschleißteilουδέτερο | Neutrum, sächlich n