„φερομόνη“: θηλυκό φερομόνη [feroˈmoni]θηλυκό | Femininum, weiblich f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Pheromon Pheromonουδέτερο | Neutrum, sächlich n φερομόνη βιολογία | Biologieβιολ φερομόνη βιολογία | Biologieβιολ