„φεουδαλισμός“: αρσενικό φεουδαλισμός [feuðalizˈmos]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Feudalismus Feudalismusαρσενικό | Maskulinum, männlich m φεουδαλισμός φεουδαλισμός