„φαφλατάς“: αρσενικό φαφλατάς [faflaˈtas]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Quatschkopf Quatschkopfαρσενικό | Maskulinum, männlich m φαφλατάς φαφλατάς