„Φασμπίντερ“: αρσενικό Φασμπίντερ [fasˈbinder]αρσενικό | Maskulinum, männlich m Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Fassbinder Fassbinderαρσενικό | Maskulinum, männlich m Φασμπίντερ Φασμπίντερ