„φασκόμηλο“: ουδέτερο φασκόμηλο [fasˈkomilo]ουδέτερο | Neutrum, sächlich n Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Salbei, Salbeitee Salbeiαρσενικό | Maskulinum, männlich m φασκόμηλο βοτανική | Botanikβοτ φασκόμηλο βοτανική | Botanikβοτ Salbeiteeαρσενικό | Maskulinum, männlich m φασκόμηλο αφέψημα φασκόμηλο αφέψημα