„φαρμακοποιός“: αρσενικό και θηλυκό φαρμακοποιός [farmakopiˈos]αρσενικό και θηλυκό | Maskulinum und Femininum m/f Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) Apotheker Apothekerαρσενικό | Maskulinum, männlich m, -inθηλυκό | Femininum, weiblich f φαρμακοποιός φαρμακοποιός