φαρμακοβιομηχανία
[farmakoviomixaˈnia]θηλυκό | Femininum, weiblich fOverview of all translations
(For more details, click/tap on the translation)
- Pharmaindustrieθηλυκό | Femininum, weiblich fφαρμακοβιομηχανίαφαρμακοβιομηχανία
- Arzneimittelherstellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφαρμακοβιομηχανία εταιρείαPharmaherstellerαρσενικό | Maskulinum, männlich mφαρμακοβιομηχανία εταιρείαφαρμακοβιομηχανία εταιρεία