„φανταχτερός“ φανταχτερός [fandaxteˈros], φανταχτερή, φανταχτερόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) auffällig auffällig φανταχτερός χρώμα, κόσμημα, ρούχο φανταχτερός χρώμα, κόσμημα, ρούχο