„φαντασματικός“ φαντασματικός [fandazmatiˈkos], φαντασματική, φαντασματικόεπίθετο, ως επίθετο | Adjektiv adj Overview of all translations (For more details, click/tap on the translation) geisterhaft geisterhaft φαντασματικός φαντασματικός